τοκογλύφος

τοκογλύφος
ο
αυτός που δανείζει με τόκο ανώτερο από το νόμιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοκογλύφος — one who marks down his interest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τοκογλύφοι — τοκογλύφος one who marks down his interest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφοις — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφον — τοκογλύφος one who marks down his interest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφου — τοκογλύφος one who marks down his interest masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφους — τοκογλύφος one who marks down his interest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφων — τοκογλύφος one who marks down his interest masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκογλύφῳ — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάυλοκ — και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν 1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας 2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ φιλάργυρος, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”